- ἀνόρατος
- ἀνόρᾱτος, ον,A v.l. for ἀόρ- in Pl.Ti.51a, Polycharm.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανόρατος — ἀνόρατος, ον (Α) αυτός που δεν φαίνεται, αόρατος … Dictionary of Greek
ἀνόρατος — ἀνόρᾱτος , ἀνόρατος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρατον — ἀνόρᾱτον , ἀνόρατος masc/fem acc sg ἀνόρᾱτον , ἀνόρατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοράτου — ἀνορά̱του , ἀνόρατος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρατα — ἀνόρᾱτα , ἀνόρατος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόρατοι — ἀνόρᾱτοι , ἀνόρατος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)